σκληρέγχυμα

σκληρέγχυμα
(Βιολ.). Στερεωτικός ιστός των αναπτυγμένων φυτικών μορίων, που αντιστοιχεί περίπου με το σκελετό των ζώων. Αποτελείται από νεκρά κύτταρα με παχύτατα τριχώματα και περισσότερο αποξυλωμένα ή από κύτταρα ισοδιαμετρικά, αλλά πάντοτε προσεγχυματικής μορφής. Τα κύτταρα αυτά λέγονται σκληρεγχυματικά, λιθώδη ή και σκληρεΐδες, και το σύνολό τους σκληρεγχυματικό παρέγχυμα. Τα σκληρεγχυματικά κύτταρα βρίσκονται κυρίως στα ενδοκάρπια, δηλαδή στο ξυλώδες μέρος πολλών καρπών, όπως στον πυρήνα των ροδάκινων και αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος τους. Πολλές φορές όμως βρίσκονται απομονωμένα και μέσα στους ιστούς, σαν ιδιοβλάστες (π.χ. τα κύτταρα, που δίνουν την εντύπωση άμμου στη σάρκα ορισμένων ποικιλιών των αχλαδιών). Οι ίνες που βρίσκονται στη βίβλο (βιβλικές ίνες) ή στον κεντρικό κύλινδρο και συνδέουν τα αγωγά του ακατέργαστου χυμού αγγεία, λέγονται και βιβλιόμορφες ή ξυλώδεις ίνες. Σκληρέγχυμα του σαμπούκου του μελανού.
* * *
το, Ν
βοτ. τύπος μόνιμου φυτικού ιστού, ο κύριος στηρικτικός ιστός τών φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sclerenchyma (< σκληρός + έγχυμα). Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Σπ. Μηλιαράκη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ιστός — Κατάρτι πλοίου (βλ. λ. κατάρτι ή ιστός)· αργαλειός· δικτυωτό πλέγμα. (Ανατ.) Άθροισμα κυττάρων, μορφολογικά διαφοροποιημένων, που συνδέονται μεταξύ τους με μεσοκυττάρια ουσία και επιτελούν συγκεκριμένη λειτουργία στον οργανισμό. Ένα σύνολο ι. που …   Dictionary of Greek

  • σκληρεγχυματικός — ή, ό, Ν [σκληρέγ χυμα] 1. βοτ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σκληρέγχυμα 2. φρ. α) «σκληρεγχυματικά κύτταρα» βοτ. τα συστατικά στοιχεία τού σκληρεγχύματος, τα οποία αποτελούν το κύριο στηρικτικό σύστημα τού φυτού και είναι δύο τύπων,… …   Dictionary of Greek

  • στηρικτικός — ή, ό / στηρικτικός, ή, όν, ΝΜΑ [στηρίζω] νεοελλ. κατάλληλος για στήριξη, αυτός που χρησιμεύει για στήριξη («στηρικτικά όργανα») μσν. σαφής, καταφανής («Ἀναστασίου μοναχοῡ... διηγήματα ψυχωφελῆ καὶ στηρικτικά γενόμενα ἐν διαφόροις τόποις», Αναστ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”